πυροσβεστικός

πυροσβεστικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πυροσβέστες
2. φρ. α) «πυροσβεστική τεχνολογία» — χαρακτηρισμός τού συνόλου τών τεχνικών μέσων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη, την ανίχνευση και την καταστολή πυρκαγιών
β) «πυροσβεστικό όχημα» — κινητό, κατά κανόνα αυτοκινούμενο, μηχάνημα πυρόσβεσης, με ισχυρή αντλία, μεγάλο μήκος εύκαμπτων σωλήνων, συνήθως περί τα 300 μέτρα, και με βυτίο νερού για χρήση εκεί όπου δεν υπάρχει υδροδότηση, με προσαρμοσμένη κλίμακα ικανή για ταχεία ανάπτυξη μέχρι και μήκους 45 μέτρων, εφοδιασμένη συχνά με αυλό εκτοξεύσεως μεγάλης παροχής στο άνω άκρο της
γ) «πυροσβεστική υπηρεσία» ή «πυροσβεστικό σώμα» ή απλώς «πυροσβεστική» — οργανωμένο και ειδικά καταρτισμένο σώμα πυροσβεστών εφοδιασμένο με όλα τα κατάλληλα μέσα κατάσβεσης πυρκαγιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροσβέστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυροσβεστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυροσβέστη: Πυροσβεστική υπηρεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυροσβεστείο — το ο πυροσβεστικός σταθμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”